μαίευμα

μαίευμα
μαίευμα, τὸ (AM) [μαιεύομαι]
1. το βρέφος που γεννήθηκε με τη βοήθεια τής μαίας («σὸν μὲν παιδίον, ἐμὸν δὲ μαίευμα», Πλάτ.)
2. μτφ. καθετί που έρχεται στο φως («ὁ ἐν σωματίοις κείμενος λόγος... ἔστι τοῡ ὑποδεξαμένου κώδικος μαίευμα, σπαργανοῡντος οἷον αὐτόν», Ευστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαίευμα — product of a midwife s art neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”